Τοιυ Μόσχου Λαγκουβάρδου
Τη φράση "για την ψυχή του πατέρα μου", ενώ την άκουγα συχνά στο χωριό μου, στις πόλεις δεν την ξανάκουσα ποτέ. Τα λόγια αυτά λέγονταν στην ανιδιοτέλεια, όταν έκανες κάτι, χωρίς να περιμένεις ανταπόδοση.
Η Γραφή κάπου λέει να δανείζουμε αυτούς που μας ζητούν δανεικά και να μη ζητάμε ούτε τόκο ούτε να μας επιστρέψουν το δάνειο. Εδώ ταιριάζει η φράση "το κάναμε για την ψυχή του πατέρα μας".
Ο παππούς μου εκ μητρός, ο μακαρίτης Αγγελάκης, όταν επίστρεψε από την Αμερική, άνοιξε υποδηματοποιείο, αλλά το έκλεισε. Όλοι αγόραζαν με δόσεις κι ο παππούς μου δεν ζητούσε να τον πληρώσουν. Οι περισσότεροι ήταν συγγενείς. Αλλά δεν τον πείραζε που δεν τον πλήρωναν, διότι δεν το έκαναν από κακία, αλλά δεν τον πλήρωναν διότι δεν είχαν. Έτσι δε χαλούσε την καρδιά του με κανέναν.
Ο παππούς μου αγαπούσε όχι μόνο τους συγγενείς αλλά και τους συγχωριανούς του και του άρεσε να τους εξυπηρετεί. Η μητέρα μου έλεγε ότι ο παππούς μου χαιρόταν να προσφέρει στους άλλους χωρίς ανταμοιβή. Ποιό άραγε ήταν το μυστικό του;
Ότι αγαπούσε τους συγχωριανούς του φαινόταν από την ευθύνη που ένιωθε για όλους. Όταν ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό και μαζεύτηκε ο κόσμος στην πλατεία, ο παππούς μου τους είπε, πώς δεν κάνουν καλά, να φοβερίζουν τον κόσμο με τα όπλα.
Ο παππούς μου καταδικάστηκε σε θάνατο γι' αυτό που είπε στους αντάρες στην πλατεία και το άκουσαν όλοι οι συγκεντρωμένοι. Σώθηκε χάρις στους ανεψιούς του που ήταν μέλη του Κόμματος.
Ο κόσμος τον αγαπούσε κι όταν έφυγε για να πάει στη Λάρισα, να μείνει με την κόρη του, ήταν άρρωστος από ημιπληγία και είχε μαζευτεί στην πλατεία πολύς κόσμος, για να τον χαιρετήσει και μερικοί έκλαιγαν.
Ποιό ήταν άραγε το μυστικό του, για να μπορεί να χαμογελάει μπροστά στη δυστυχία εκείνης της εποχής. 'Ηταν επιστάτης στο σχολείο και θυμάμαι, όταν μοίραζε η επιτροπή τα δέματα από την Αμερική, ο παππούς μου στάθηκε τελευταίος στη σειρά.
Θυμάμαι, με κρατούσε απ΄ το χέρι όταν άνοιξε την πόρτα της αίθουσας, όπου γινόταν η διανομή των δεμάτων. Κάποιος απ΄ την επιτροπή του είπε ότι τελείωσαν όλα τα δέματα. Ο παππούς μου είπε:ούτε μια κουκούλα για το ορφανό; Έίμασταν οι μόνοι, ο παππούς μου κι εγώ, που φύγαμε χωρίς να πάρουμε τίποτε. Ήμουν τότε εφτά ή οχτώ χρονών.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Τώρα έγινα εγώ παππούς. Αλλά δεν ξέχασα ποτέ τον παππού μου, τον μακαρίτη Αγγελάκη, απ' τη Δεσκάτη Γρεβενών. Τον άλλο παππού μου, το Μόσχο, τον Κρητικό, από το Μυλοπόταμο Ρεθύμνης Κρήτης. δεν τον γνώρισα. Είχε πεθάνει πριν γεννηθώ.
Τώρα καταλαβαίνω το μυστικό του παππού μου, το μυστικό να χαμογελάει μπροστά στη δυστυχία, αυτό το πονεμένο αδιόρατο χαμόγελο. Η χαρά του ήταν ότι ο Θεός τον βλέπει. Και ότι αυτά που παθαίνει είναι συμμετοχή στα πάθη του Χριστού.
Ο παππούς μου ένιωθε τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, που έγραψε "για το μυστήριο του αποκεκρυμμένο από των αιώνων και από των γενεών. Τώρα φανερώθηκε στους αγίους. Ο Θεός θέλησε να γνωρίσουν, ποιός είναι ο πλούτος του μυστηρίου τούτου, που είναι ο Χριστός εντός ημών, η ελπίς της δόξης."
mlvardospot.blogspot.com